- θειότητος
- θειότηςdivine naturefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθοσίωση — η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ] 1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.) 2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως») αρχ. 1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία 2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ… … Dictionary of Greek